τυφλοπόντικας — (talpa Europaea). Θηλαστικό της οικογένειας των ασπαλακιδών, της τάξης των εντομοφάγων. Έχει μήκος 11 15 εκ. χωρίς την ουρά. Το κεφάλι του δεν είναι μεγάλο, στερείται σχεδόν λαιμού, και το ρύγχος του είναι μυτερό. Έχει 44 δόντια δυνατά και… … Dictionary of Greek
σιφνεύς — έως, ὁ, Α ασπάλακας, τυφλοπόντικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφνός «κενός» + κατάλ. εύς, λόγω τού ότι ο τυφλοπόντικας ανοίγει τρύπες στη γη] … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ασπάλακας — ο (Α ἀσπάλαξ και σπάλαξ και ἀσφάλαξ και σφάλαξ) 1. ο τυφλοπόντικας 2. ο τυφλός (πρβλ. αρχ. παροιμ. «ἀσπάλακος τυφλότερος») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν είναι οξυδερκής, που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του 2. το θηλαστικό σκίουρος ο κοινός, η… … Dictionary of Greek
εντομοφάγος — ο 1. αυτός που τρέφεται με έντομα 2. βοτ. φυτά που φύονται σε εδάφη πτωχά σε αζωτούχους ουσίες και τα οποία αιχμαλωτίζουν έντομα και τά απορροφούν 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εντομοφάγα τάξη θηλαστικών που περιλαμβάνει περισσότερα από… … Dictionary of Greek
προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… … Dictionary of Greek
σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… … Dictionary of Greek
σπαλακία — ἡ, Α 1. μεγάλη εξασθένηση τής όρασης 2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα ία (πρβλ. μυωπ ία)] … Dictionary of Greek
σπαλακοειδής — ές, Ν 1. όμοιος με ασπάλακα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σπαλακοειδή ζωολ. παλαιότερος όρος για την οικογένεια τρωκτικών talpidae στην οποία ανήκει ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + ειδής*] … Dictionary of Greek
σπαλακορύπαινα — ἡ, Α ακαθαρσία που έχει το χρώμα τού ασπάλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + ρυπαίνω] … Dictionary of Greek